- άνδρεσσιν
- ἄνδρεσσινἀνήρnar-masc dat pl (epic aeolic )
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
Ἀνδρέσσιν — Ἀνδρεύς masc dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄνδρεσσιν — ἀνήρ nar masc dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μινύθω — (Α) (μόνο στον ενεστ. και στον ιων. πρτ. μινύθεσκον) 1. καθιστώ κάτι μικρότερο, περικόπτω («Ζεὺς δ ἀρετὴν ἄνδρεσσιν ὀφέλλει τε μινύθει τε», Ομ. Ιλ.) 2. ελαττώνω κατά τον αριθμό 3. γίνομαι μικρότερος, ελαττώνομαι («μινύθῃ δὲ τε ἔργον», Ησίοδ.) 4.… … Dictionary of Greek